- εἰναέτις
- εἰνα-έτις, ιδος, ἡ, neunjährig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ειναετής — εἰναετής, ές και εἰναέτης, ες θηλ. και εἰναέτις ( ιδος), η (Α) εννέα ετών, ενναετής … Dictionary of Greek
ενναέτης — (I) ἐνναέτης, ες (θηλ. ἐνναέτις, ιων. τ. εἰναέτις) (Α) 1. αυτός που έχει ηλικία ή διάρκεια εννέα ετών 2. (επικ. ουδ. ως επίρρ.) ἐννάετες επί εννέα χρόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ενFα (βλ. εννέα) + ετης < έτος]. (II) ἐνναέτης, ο (θηλ. ἐνναέτις) (Α)… … Dictionary of Greek